ἰάλεμος

ἰάλεμος
ῐᾱλεμος
a dirge ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον Θρ. 5a. 2 = b. 6.
b τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Καλλιόπης, ὡς φησὶ Πίνδαρος. Σ Eur. Rhesus 895. ἁ δ' Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος (sc. ὕμνει) Θρ. 3. 9.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… …   Dictionary of Greek

  • Ἰάλεμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλεμος — ἰά̱λεμος , ἰάλεμος lament masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ялем — (Ίαλεμος) сын Аполлона и Каллиопы, эпоним особого вида заплачек и жалобных песен, изобретение которых приписывалось ему. Песня Я. была выразительницей сильного горя и раздавалась лишь при особо тяжелых несчастьях; вообще этот вид скорбной лирики… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἰαλέμοις — Ἰάλεμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμου — Ἰάλεμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμους — Ἰάλεμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμων — Ἰάλεμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμῳ — Ἰάλεμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰηλέμοισιν — ἰάλεμος lament masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰηλέμων — ἰάλεμος lament masc gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”